Τυχαίες Λέξεις Όπαλάκια, Γυροποδάς, Ψήνω, Ως, Βαρονούσης, Βόλακας, Σούμα (η)., Θράψαλα, Βγαίνει μου (σου, του κ.λ.π.), Ραβδιστής., Ριζάρι, Κακό συναπάντημα, Σούρτα-φέρτα., Θυμητικό, Τουσλούκι, Καζαναργιό, Πλυτό, Μισερός, Χαιράμενος, Οχλή, Ογκίδα ή Αγκίδα ή Εγκίδα, Βουρβουλακά, Δεκαπεντάρης, Ψόφος, Θανατούλι, Βόλιτα (η) , Χουχούδα ή Κάκαδο, Δακρύζει ή κλαίει το αμπέλι., Τεσιλίμικο να 'ναι, Θεολομάνιστος |
Όπαλάκια | Επιφώνημα ανάλογο του: "Όπα", που συνοδεύει κάποιες κινήσεις του σώματος π.χ. το σήκωμα από κάθισμα, το ανέβασμα σε σκαλόνι κ.α.
|
Γυροποδάς | Γυναικάς «Δεν ξεσύρνει απού το γυροπόδι μου μήδε τσεϊρέκι. Όπου κι ανε-μ- πάω κι ό,τι και να κάνω θέλει να μου κλουθά κι ανε-ν- του ξεφύγω μια στάξη με παίρνει αξοπίσω και φωνιάζει...» «Στην ουσία ήτονε καλός άνθρωπος. Το κακό ντου ήτονε πως επαραγάπα το γυροπόδι κι εκειονά τον εξεγιβέντισε πολλές φορές...» |
Ψήνω | Μαγειρεύω «- Καλά καλή μυρωδιά βγαίνει από το σπίτι σου Πραξία. Ιντά ’ναι απού ψήνεις και μυρίζει ωστοσονά; - Δυο-τρεις αμανίτους-αγκισαρίτες- ήβρηκα την ταχυνή στου Σταυρού το πλάι και τσ’ ήβαλα στο τηγάνι, μόνο άντε να πιείτε ένα-ν-κρασάκι με το Φάνη...» |
Ως | Μόλις, την ίδια στιγμή «Ως ήφαε εμόλαρε, με τη μπουκιά στο στόμα ήφυγε και μήδε δεν επρόκαμα ντα δω προσεπού ήπηρε...» «Ως τον είδε να ’ρχεται ήμπηκε στο σπίτι και εσφάλιξε την πόρτα κι ήβαλε και το κόντεμιρί…» |
Βαρονούσης | Με ελαττωμένη αντίληψη «Ενοίξα ντου μαγαζί στο Λιμάνι οι γονέοι ντου, αϊδάρανε με λεφτά και τ’ αδέρφια ντου, μα ήτονε ο κακομίτσης βαρονούσης και δεν εκάτεχε μούδε λογαριασμό να κάμει μούδε πράμα και στο χρόνο απάνω εμουφλούσεψε...» |
Βόλακας | Πέτρα στρογγυλή «Ίντα δαίμονα είχανε οι γιοί μου και εμαλώσανε κι εκίνησε ο γεις τον άλλο στσοι βολάκους κι εκάμανε τσι κεφαλές τως χάρχαλα...» |
Σούμα (η). | Άρθοισμα, ανάμιξη υγρών. Κατά τα καζανέματα λέγοντας σούμα εννοούν το σύνολο της τσικουδιάς που έχει τρέξει από το λουλά στο δοχείο.«Βάλε μου μια τσικουδιά από τη σούμα» θα πει όχι από το λουλά αλλά από το δοχείο όπου συγκεντρώνεται «Είχα καμπόσα κιλά παλιό λάδι και για να μην καταγγιάζει τ’ αγγειό ήπιασα και το ’καμα σούμα με καινούργιο...» |
Θράψαλα | Θρύψαλα «Την παλιά κανάτα του παππού μας, απού την επρόσεχα ωσάν τα μάτια μου, την ήδωκε η μάνα μου του κοπελιού γεμάτη κρασί να τηνε πάει τω μαστόρω, κι αυτό εγκρεμίστηκε στη στράτα και έμου την κανάτα ήκαμε θράψαλα, έμου στα χέργια του καρφώσανε γιαλιά, εμού το κρασί εχύθη...» |
Βγαίνει μου (σου, του κ.λ.π.) | Μου αξίζει, μου ανήκει. «-Εβάστου σου Αλέξη την παραγγελιά απού το Λιμάνι και σου τηνε πήα στο σπίτι. Δε μου βγαίνει μου εδά ένα ρακόπουλο; -Βγαίνου σου Αγγελή και δυο και τρία, μόνο κάτσε κι ετουλόγουσου στο τραπέζι μας...» |
Ραβδιστής. | Εργάτης στο λιομάζωμα που ραβδίζει τις ελιές με το κατσούνι και πέφτουν στις ανάπλες απ’ όπου συλλέγονται, καθαρίζονται και σακιάζονται. Το μεροκάματο του ραβδιστη ήταν πολύ παλιά δυο οκάδες λάδι.
|
Ριζάρι | Άγριο φυτό που οι ρίζες του με κατάλληλη επεξεργασία χρησιμοποιούνται στη βαφή μάλλινου όργου και δίδουν χρώμα πορτοκαλί, τα δε φύλλα του είναι τροφή των ορνίθων.
|
Κακό συναπάντημα | Κακή συνάντηση «Μόφωτα εξεκίνησα από το σπίτι για το κυνήγι και στην Παπούρα νά σου ένα-μ- παπά και εκατέβαινε καβαλάρης. Εκαλημέρισα ντονε μα- αμαρτία ξομολογημένη- είπα συντουνού:"Κακό συναπάντημα ετούτο". Εσκέφτηκα να γυαήρω, και καλλιά ’τονε, γιατί εγύρεψα του κόσμου τα πλάγια και μπαλοτιά δεν ήριξα...» |
Σούρτα-φέρτα. | Το πήγαιν’ έλα. (Το άμε κι έλα) «Μπαίνει οπουγιάς το καλοκαίρι και δα κινήσομε πάλι το σούρτα-φέρτα στ’ αμπέλια και στσοι ποτούς…» |
Θυμητικό | Ενθυμητικό, μνήμη «Ίντα θυμητικό ’ναι ωρή Ζαχαρένια απού το ’χει η μάνα σου; Τα όσα μασε διγάται καθ’ αργατινή στο σπίτι τζη είναι άλλο-μ- πράμα. Δε μπορεί να χορτάσει κιαείς να τση γροικά. Όλοι θαμάζουνε το θυμητικό τζη…» |
Τουσλούκι | Σώβρακο, ή παντελόνι, ή βράκα. H λέξη μου είναι γνωστή μόνο στη φράση: "Απού το φόβο μου εκατούρησα το τουσλούκι μου…"
|
Καζαναργιό | Ο τόπος όπου καζανεύουν «Εσκέπασα οφέτος το καζαναργιό μου και γλιτώνω από τσι βροχές και τσι κρυγιάδες. Ήκαμα και τη μπούκα τση καζανοπαραστιάς αποπόξω και εγλύτωσα κι απού τσοι καπνούς...» |
Πλυτό | Σταφύλι άσπρο, με στρογγυλές ρώγες, πολύ σφιχτές η μια με την άλλη «Οι ρώγες του πλυτού είναι σφιχτές ωσάν τον καλοχτισμένο τράφο και παραουργιάζει το σχήμα ντως...» |
Μισερός | Ανάπηρος. Ρήμα: Μισερώνω και μισερεύγω «Εγυάηρε απού τον πόλεμο τση Μικράς Ασίας γερός και καλός και στο μήνα απάνω εσπετάχτηκε στο ντικλήνι ντου μια-μ-πέτρα από τη φουρνελιά και τον εμισέρωσε. Εστραβόδεσε λέει ο ποδάς του κι επόμεινε μισερός σ’ όλη ντου τη ζωή...» |
Χαιράμενος | Ευτυχισμένος «Δε δα ρθούμε Δημοσθένη στο γάμο των κοπελιώ σας κι είν’ αφορμή το πένθος μας, μόνο τωσε πεμπομε την ευκή μας να ’ναι χαιράμενοι και πολύχρονοι...» |
Οχλή | Βοή, οχλαγωγία, οχλοβοή «Εγροίκου την οχλή και δεν εμπόρου να μαντέψω ιντα-’τονε, κι εδά μου ’πε ο Βασίλης πως εφέρανε μια-ν-αρκούδα στη Μεσοχωργιά κι ενεμαζώχτηκε το χωργιό και την ξανοίγει...» |
Ογκίδα ή Αγκίδα ή Εγκίδα | Μικρό, αιχμηρό κομματάκι ξύλο «Επήα να σφαλίξω την αυλόπορτα κι ως επόσυρα απάνω τη χέρα μου, μου κάρφωσε στο δαχτύλι μια-ν-ογκίδα. Δεν την ήβγαλα και εκακοφόρμισε. Επρήστηκε η χέρα μου και θέλει γιατρό και φάρμακα...» |
Βουρβουλακά | Ηχεί : βουρ... βουρ...
|
Δεκαπεντάρης | Ο Δεκαπενταύγουστος «Είκοσι χρόνους εδά- δίχως κόκα- δεκαπενταρίζω στην Παναγία τη Φανερωμένη στον Τράχηλα, κι ίσαμε να ζω και να ’χω την υγεία μου εκεια δα κάνω Δεκαπεντάρη…» |
Θανατούλι | Σπυρί που δε γιαίνει και εξαιτίας του πεθαίνει ο άνθρωπος «Τη Λαμπρή του πρωτοφανέρωσε το θανατούλι στη μύτη και στσ’ αρχές του Δευτερόλη επόθανε. Είναι να μη σε πιάσει το κακό, στο άψε- σβήσε σε ξεκάνει και πας με τσοι πολλούς...» |
Βόλιτα (η) | Ζητιανιά «Γεροντομοίρι δεν εκόντεψα καθέλου. Ό,τι είχα τα ’χω δοσμένα των κοπελιώ με την ευκή μου. Λέω πως στα γεράματά μου δα με ξανοίξουνε. Αλλιώς δα βγαίνω στη βόλιτα να ζω...» |
Χουχούδα ή Κάκαδο | Η ξεραμένη μύξα «Παραίτησε ωρέ Μιχαλιό τη μύτη σου μόνο βγάνεις τσι χουχούδες και τσι κολάς πά και κει...» |
Δακρύζει ή κλαίει το αμπέλι. | Βγάζει χυμό από την κοπή όταν το κλαδεύουν.
|
Τεσιλίμικο να 'ναι | Καλορίζικο «Ήμαθα πως εγόρασες τ’ αμπέλι του αδερφού μου. Τεσιλίμικο να ’ναι και να ’χετε την υγειά σας να το τρυγάτε χρόνους πολλούς...» |
Θεολομάνιστος | Πολύ θυμωμένος «Θεολομάνιστος εγυάηρε αργά στο σπίτι ο άντρας μου και δεν τοv ήβανε ο τόπος, δεν τον ερώτηξα ιντά ’χε παθωμένο, μα σήμερο ήμαθα πως τα βάλανε λέει στο καφενείο με τα κομματικά και εγενήκανε από δυο χωργιά...» |
|