Τυχαίες Λέξεις Ζαέρι, Οληνυχτίς ή Οληνυχτίς τση νύχτας ή Οληνύχτιως τση νύχτας, Μιτάτο, Κάπα-καπί, Ντεμπελχανάς, Έντρομα, Σούφερα., Μαϊκά, Θαμάζομαι, Βαρίσκω, Ανεμαζωξάρης, Καθημερνιάζω (τα ρούχα), Ντενέκα, Τούρκος, Παιδόγγονα, Έχπαλαι, Ψίτ, Δραπέτι, Γκανίζω, Δένουνε οι ελιές, Ίρτζι, Σκιάζομαι., Ετούτη ή Ετούτηνιέ, Ξέξα όρνιθα, Παστανάγλα, Διαρμίζω, Χουχούδα ή Κάκαδο, Ζώνια (η), Ζαφτιές, Φέγγος (το) |
Ζαέρι | Άραγε, τάχα «Επήα Μαργιό στο σπίτι τση συντέκνισσάς σου τση Αννίκας να τη ρωτήξω μπάνα ’χει να μου δώσει μια μόστρα να πλέξω ένα σμέρλο, μα δεν την ήβρηκα εκειά. Πάει ζαέρι να ποτίσει το κηπούλι, γή στο Λιμάνι εκατέβηκε με τον Κωστή;…» |
Οληνυχτίς ή Οληνυχτίς τση νύχτας ή Οληνύχτιως τση νύχτας | Όλη τη νύχτα «Εκοιλιοπόνα οψάργάς η Πιπίνα του Θοδωρή και εκάθουντονε έκειά οληνύχτιως τση νύχτας η μάνα μου και σαν εγεννήθηκε ο γιος εκόπιασε στο σπίτι, κι ήτονε χάραμα τση μέρας...» «Ίντα ’ναι γιε μου ετούτο το κακό, να γυρίζεις ’πα κι εκεί οληνύχτιως τση νύχτας, ίδια πως δεν έχεις σπίτι κι εδικούς. Ανεμαζώξου για να τα ’χομε καλά...» |
Μιτάτο | Η στάνη «Στα μικράτα και στα νιάτα μου ενέβαινα κι εγώ κάθε χρόνο στα μιτάτα, στα κωλοκουρέματα το Μαρταπρίλη και στσι κουρές στσ’ ύστερες του Μάη. Έκο-ν-άκο ήκοψα τ’ αντέτι σαν ήπιασα δουλειά στο Λιμάνι...» |
Κάπα-καπί | Ερμητικά κλειστά «Εμπήκανε μέσα στο σπίτι ο Γιώργης με την αρρεβονιάρα ντου και εκλείσανε την πόρτα κάπα-καπί. Καταλαβαίνεις εδά ε;...» |
Ντεμπελχανάς | Οίκος οκνηρών. Και οκνηρός άνθρωπος «Σήκου ωρέ ντεμπέλχανά απού το κρεβάτι να πα’ κάμεις πράμα μετάπιασμα στην αποθήκη κι απόι να βγάλεις τα μιαρά να βοσκηθούνε μια στάξη...» |
Έντρομα | Σε μέρος κοντινό ώστε να βρίσκεται εύκολα. «Γυρεύγω το ψαλίδι ολοένα και γαναχτώ να το βρω. Εγώ τ’ αφήνω έντρομα, μα η Μαρουλιά το καταχωνιάζει για να μην το πιάνουνε λέει τα κοπέλια...» |
Σούφερα. | Διαβολές, συκοφαντίες. Όταν κάποιος υποψιάζεται κάτι που δε συμβαίνει του λένε:«Ο νους σου κάνει σούφερα...» Δες και τη λέξη : Σουφεργιάρης «Τα σούφερα τση γειτόνισσας τως ήτονε αφορμή και δεν εδεχτήκανε τη μπροξενιά του Μανέτα. Εδά το καταλάβανε και χιλιομετανιώνουνε, μα ... στερνή μου γνώση να σε ’χα πρώτα...» |
Μαϊκά | Μάγια «Δε σταυρώνει μπλιο στο σπίτι μας και μηδ’ αποπόξω δεν περνά. Σαματις του κάμανε μαϊκά και μας απαρνήθηκε ντίπι. Δυο μήνες έχω να τονε δω...» |
Θαμάζομαι | Αισθάνομαι θαυμασμό, απορώ «Ετσά απού ’ναι μορφοκοπελιά η Περσεφόνη κι είναι και σπουδασμένη κι από ψηλή γενιά και μεγάλο σόι, θαμάζομαι πώς κάνει παρέα τσι κοπελιές και τσοι ντελικανίδες του χωργιού και δεν περηφανεύγεται…» «Θαμάζομαι η μάνα σου πώς δεν πετά στα νέφη ετσα σγουρό βασιλικό απού τον ανεθρέφει» «Ως κι ο Θεός που σ’ έπλασε δε σου ‘δωκε χιλέδες θαμάζομαι πώς δεν πετάς με τσοι μιλαϊκέδες» |
Βαρίσκω | Πληγώνομαι, τραυματίζομαι «Ήπεψα την κόρη μου να πα’ μαζώξει δυο-τρία συκαλάκια και τση παράγγερνα να κόψει όσα φτάνει η χέρα τζη. Αυτή εσκαρβέλωσε κι’ εγλύστρηξε κι’ ήδωκε καταγής. Σάικα ήτυχε καλή ώρα και δεν εβάρηκε...» |
Ανεμαζωξάρης | Κάτοικος ενός τόπου που κατάγεται απ' αλλού «Μπόλικους αναμαζωξάριδες έχει κι εμάς το χωργιό μας ήπεψε ο Θεός κι είναι όλοι ντως καλοί άνθρωποι και δούλοι και τσ’ έχομε ως έχομε τσοι χωργιανούς... » |
Καθημερνιάζω (τα ρούχα) | Από σκολινά τα κάνω καθημερινά. «Εγοράσανέ ντου οπροθές καινούργιο κουστουμάκι και εκαθημέρνιασε το άλλο που είχε σκολινό. Επρόκαμά ντο και δεν ετόνηξε τα καθημερνά...» |
Ντενέκα | Δοχείο- ντενεκές. Και γαζοντενεκές «Δυο ντενέκες λάδι ήπεψα του Μιχάλη στην Αθήνα οντε-ν-ελέσαμε κι εδά μου παραγγέρνει να του πέψω άλλες δυο. Ίντα θαρρεί; Πως εβρήκα φλέγα; Ας έρθει στο χωργιό να ραβδίζει...» |
Τούρκος | Το ξιδιασμένο κρασί και ο πολύ θυμωμένος άνθρωπος. «Ετούρκεψε το κρασί μου...» «Εγίνηκα Τούρκος...» «Το κρασί απού ’χα στο μικιό βαρελάκι δε γατέω γιάντα ετούρκεψε. Μως και το ξεκαπάκωσα οψές να γεμίσω το κρασομπούκαλο ήκουσα την ξιδιά. Δικιμάζω... δραπέτι...» «Οντε τον είδα να σύρνει δυο βούγια και να περνά μέσ’ απού το σπαρμένο εγίνηκα Τούρκος...» |
Παιδόγγονα | Παιδιά και εγγόνια «- Ήφερά σου αξαδέρφη δυο βρουβάσταχα να τα βράσεις αργά. - Να ’σαι καλά Φωτεινή μου και να χαίρεσαι τα παιδόγγονά σου...» |
Έχπαλαι | Από πολύ παλιά, πάντα «- Από πότε Μανόλη ψάλλει στην εκκλησά ο αδερφός σου ο Γιάννης; - Έχπαλαι Νίκο. Από 15 χρονώ ντελικανιδάκι...» «Το ανεστουλούχισμα και τα νεύρα δεν είναι τω γερατειώ ντου καζάντιο. Έχπαλαι το ’χε και τό ’να και τ’ άλλο...» |
Ψίτ | Επιφώνημα προς το γάτη για να φύγει «Νά ψιτ!, που νά ’χεις τον εγκρεμό. Ψίτι απού να σε φάει ο ψόφος να γλυτώσει το σπίτι. Ντά ψιτ απού νά ’χεις το τρισανάθεμα μωλεμένε…» |
Δραπέτι | Πάρα πολύ ξινό. Μεταφορικά Ο θυμωμένος «Δεν τρώεται η σαλάτα σου. Μια-ν- οκά ξίδι τσ’ ήβαλες κι είναι κι αδυνατό και την ήκαμες δραπέτι. Βάλε τηνε στ’ αποπλύματα και σάξε άλλη αποξαρχής...» «Γλάκα κακορίζικο να πας στο σπίτι γιατί σε γυρεύγει ο κύρης σου κι είναι ξίδι δραπέτι γενομένος...» |
Γκανίζω | Γκαρίζω «Οντε-ν- ακούς τo γάιδαρο μου και γκανίζει να καταλαβαίνεις πως είναι μεσάνυχτα...» |
Δένουνε οι ελιές | Μεστώνει ο καρπός της ελιάς «Εντακάρανε και δένουνε οι ελιές κι ως δείχνει το πράμα δα να ’χομε οφέτος μεγάλη βεντέμα, οξώ κι α δεν ψεκάσομε όλοι το δάκο ως εκάμανε καμπόσοι οπέρυσις...» |
Ίρτζι | Υπόληψη, τιμή «Στο μέσα σπίτι είχε η Χατζίνα χωσμένους δεκαφτά επαναστάτες κι επήανε ζαφτιέδες και τσοι γυρεύγανε. Για να τσοι ξεγελάσει τωσε κάνει: - Μην πατείτε το ίρτζι μου γιατί εγώ δεν είμαι μαζαβίρισσα του Πατιχιάχ. Και δεν εμπήκανε καθόλου να ξανοίξουνε...» |
Σκιάζομαι. | Αντιλαμβάνομαι για μια στιγμή την κίνηση κάποιου «Επότιζα νύχτα στο Σφακίδι και σκιάζομαι μια-ν-κοπανιά το σύντεκνο το Στρατή κι ήρχουντονε κατσά-κατσά να με σφαντάξει. Πάω κι εγώ και χώνομαι σε μια-μ-πλατανίδα στην περασά ντου κι αντίς να με σφαντάξει εκείνος τον εσφάνταξα εγώ... Εξύπασαντονε και τα ’δε σκούρα...» |
Ετούτη ή Ετούτηνιέ | Αυτή Γενική: Ετουνής ή ετούνησέ (ς) Ετουνώ ή ετούτωνέ «Ετούτος απού θωρείς είναι ο καλλίτερος γαμπρός του χωργιού...» «Ετούνουνέ είναι γιος ο αεροπόρος...» «Ετούνησές τον άντρα εσκοτώσανε οι Γερμανοί στο χωργιό σας, απού σου ’λεγα αποταχιάς...» |
Ξέξα όρνιθα | Όρνιθα με φτερά ακατάστατα. Αλλιώς : Χούρδα. «Τριάντα όρνιθες είναι στο κουράδι μου κι είναι οι τρεις ξέξες κι άλλες τρεις γδυμνολαίμες...» «Η γειτόνισσα η Κατερίνα χτενίζεται μια φορά κάθε δυο-τρεις μήνες, κι οντε βγαίνει στη στράτα όποιος τη δει δα πει πως είναι ίδια ξέξα όρνιθα...» |
Παστανάγλα | Το καρότο «Ίσα-ίσα απού τσ’ ανεστορούμαι μ’ ετούτο τ’ όνομα. Τον καιρό μου δε γατέω από πού τσι φέρνανε τσι παστανάγλες. Τσι τρώγαμε άψητες ωσάν το φρούτο. Ήφαγα κι εγώ μια-δυο φορές. Εδά τα λένε καρότα κι έχει μπόλικα...» |
Διαρμίζω | Τακτοποιώ, συγυρίζω «Σε ξωταροδουλειές δεν πάω αύριο, μόνο δα πομείνω να διαρμίσω το σπίτι μας γιατί είναι καράβι να κινήσει...» |
Χουχούδα ή Κάκαδο | Η ξεραμένη μύξα «Παραίτησε ωρέ Μιχαλιό τη μύτη σου μόνο βγάνεις τσι χουχούδες και τσι κολάς πά και κει...» |
Ζώνια (η) | Η ζώνη της κρητικής βράκας «Τσι ζώνιες τσι φαίνανε χώργια από τ’ άλλα φαντά, γιατί είχανε πλια λίγο φάρδος. Εστένανε εξεπίτηδες ανυφαντικό. O παππούς μου ο Αντρουλής είχε δυο ζώνιες. Η μια ήτονε μπαμπακερή και την ήβανε τσι καθημερνές κι ή άλλη μεταξωτή και την ήβανε τσι σκόλες απού ήβανε τα σκολινά ντου ρούχα...» |
Ζαφτιές | Χωροφύλακας «Τση προλαλάς μου η μάνα είχε όλο-ν- κι όλο ένα ασερνικό κοπέλι κι ήρθανε ζαφτιέδες και τση το πήρανε και το πήανε στη Σπίναλόγκα και το σουνουτέψανε και ετούρκεψε...» |
Φέγγος (το) | Φως, φωτισμός «Γιάντα ωρή Φωτεινιό επήες κι εκάτσες ατουδά απού ’ναι σκοτίδι; Κόπιασε προς έπαέ στο φέγγος να βράζεις κιόλα στην παραστιά. Ατα έμου σκοτίδι είναι έμου κρυγιάδα. |
|